Δεν κλαίω για αυτά που μου ‘χουν πάρει. Δεν κλαίω προδομένες τέσσερεις γενιές. Χαίρομαι, γιορτάζω για τα είκοσι τα χρόνια αυτά που έζησα παρά θιν αλός.
Δοξάζω και υμνώ το τόπο μου. Δοξάζω της Αιγιαλούσας, τον αιγιαλό. Μάνα, μάνα αεικίνητη μου θάλασσα. Παντού δελφίνια και γλάροι στα κύματα.
Ψηλά σε ουρανοδρόμους γαλανούς αετίσια η ψυχή μου φτερουγίζει. Δεν επιστρέφω… γιατί δεν έφυγα. Είμαι εκεί στον γιαλό που έζησα.
Είμαι εκεί που δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι εδώ που είμαι λέφτερος. Αενάως θα είμαι, κόνις, παρά θιν αλός. Μαζί με των Αχαιών το αρχαίο πνεύμα το αθάνατο.